- τσουγκρίζω
- τσούγκρισα, τσουγκρίστηκα, τσουγκρισμένος, και τσιγκρίζω1. μτβ., συγκρούω ελαφρά: Τσουγκρίσανε τα πασχαλινά αβγά τους.2. αμτβ., μτφ., συγκρούομαι με κάποιον, φιλονικώ, μαλώνω, τσακώνομαι: Τα τσουγκρίσαμε με τον Κώστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.